Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πόρπη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πόρπη, (πείρω), = περόνη, καρφίτσα, σε Ευρ.· στον πληθ., πόρπη ή καρφίτσα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.