Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πόρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πόρος, (περάω), I. 1. μέσο για διάβαση ποταμού, πέρασμα, στενό, Λατ. vadum, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· Πλούτωνος πόρος, τα στενά της Στύγας, σε Αισχύλ. 2. στενή θάλασσα, ισθμός, πορθμός, Λατ. fretum, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· Ἰόνιος πόρος, το Ιόνιο πέλαγος που είναι το πέρασμα από την Ελλάδα στην Ιταλία, σε Πίνδ.· ἐν πόρῳ, στη διάβαση των πλοίων, στον ομαλό δρόμο, σε Ηρόδ. 3. περιφραστικά, πόροι ἁλός, τα μονοπάτια της θάλασσας, δηλ. η ίδια η θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐνάλιοι πόροι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για ποτάμια, πόρος Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, δηλ. ο Αλφειός κ.λπ., σε Πίνδ. 4. δρόμος πάνω από το ποτάμι, δηλ. γέφυρα, σε Ηρόδ. 5. γενικά, μονοπάτι, δρόμος, σε Αισχύλ., Σοφ.· πόρος οἰωνῶν, δρόμος τον οποίο διασχίζουν, σε Αισχύλ. 6. δίοδος μέσω του δέρματος, οἱ πόροι, πόροι του δέρματος, σε Πλάτ. II. 1. με γεν. πράγμ., τρόπος ή τα μέσα προς επίτευξη, ολοκλήρωση, οὐκ ἐδύνατο πόρον οὐδένα ἀνευρεῖν, σε Ηρόδ.· πόρος ὁδοῦ, μέσα προς εκτέλεση πορείας, σε Αριστοφ.· πόρος κακῶν, μέσα αποφυγής κακών, σε Ευρ.· με απαρ., πόρος τις τίσασθαι, στον ίδ. 2. απόλ., μέσα επινόησης, εφεύρεση, τέχνασμα, διέξοδοι, σε Αισχύλ., Αριστοφ. 3. στην Αθήνα, πόρος χρημάτων, τρόπος απόκτησης χρημάτων, σε Ξεν., Δημ.· στον πληθ., οι «τρόποι και τα μέσα», εισοδήματα, πρόσοδοι, σε Δημ. III. πορεία, πλεύση, ταξίδι, σε Αισχύλ., Ευρ.