Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πόνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πόνος, (πένομαι), I. 1. εργασία, ιδίως, κοπιαστική εργασία, Λατ. labor, σε Όμηρ.· συνήθως λέγεται για πόλεμο, μάχης πόνος, ο κόπος της μάχης, και πόνος (μόνος του), = μάχη, πόνον ἔχειν = μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ Μηδικὸς πόλεμος, ο πόλεμος με τους Μήδους, σε Ηρόδ.· οἱ Τρωικοὶ πόνοι, στον ίδ. 2. γενικά, κόπος, μόχθος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 3. λέγεται για σωματικές ασκήσεις, εξάσκηση, σε Ευρ., Ξεν.· ἐνάλιος πόνος, δηλ. αλιεία, σε Πίνδ. 4. έργο, εργασία, ασχολία, ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγεν, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. 5. εργαλείο για χειρωνακτική εργασία, απόθεμα για εμπόριο, σε Θεόκρ.· πόνος ἐστὶ θάλασσα, η θάλασσα είναι το εργαστήριό τους, σε Μόσχ. II. οι συνέπειες του κόπου, δυστυχία, στενοχώρια, πόνος, άλγος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. III. οτιδήποτε παράγεται με εργασία, έργο, τρητὸς μελισσᾶν πόνος, λέγεται για μέλι, σε Πίνδ.· τοὺς ἡμετέρους πόνους, καρποί των κόπων μας, σε Ξεν. IV.Πόνος, μυθολογικό πρόσωπο, γιος της Έριδας, σε Ησίοδ.