Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πόλις"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
πόλις, , γεν. πόλεως (δισύλ. σε Αττ. ποιητές), πόλεος, Επικ. πόληος, Ιων. και Δωρ. πόλιος (δισύλ. σε Ομήρ. Ιλ.)· επίσης πόλευς· δοτ. πόλει, Επικ. πόληϊ, Ιων. πόλι· αιτ. πόλιν, Επικ. επίσης πόληα· πληθ. ονομ. πόλεις, Επικ. πόλεες, Ιων. πόλιες· γεν. πολίων· δοτ. πόλισι, Επικ. πολίεσσι, Δωρ. πολίεσσι· αιτ. πόλεις, πόλιας· I. 1. πόλη, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· πόλις ἄκρη και ἀκροτάτη = ἀκρόπολις, ακρόπολη, προπύργιο, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αθήνα το ονόμαζαν απλώς πόλις, ενώ το υπόλοιπο μέρος της πόλης ονομαζόταν ἄστυ, σε Θουκ. κ.λπ.· το όνομα της πόλης συχνά προστίθετο σε γεν., Ἰλίου πόλις, Ἄργους πόλις, η πόλη του..., σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης κατά παράθεση, ἡ Μένδη πόλις, σε Θουκ. 2. πόλη ή πατρίδα κάποιου, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. 1. όταν το πόλις και το ἄστυ συνδυάζονται, τότε το πρώτο σημαίνει το σώμα, το σύνολο των πολιτών, και το δεύτερο τις κατοικίες τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται, όπου πόλις = ο αριθμός των πολιτών, σε Σοφ.· απ' όπου, 2. το κράτος (πολιτεία), σε Ησίοδ., Πίνδ., Αττ.· ιδίως, το πιο ελεύθερο κράτος, το δημοκρατικό, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ. 3. το δικαίωμα της συμμετοχής στα κοινά, όπως Λατ. civitas, σε Αριστοφ., Δημ.
πόλισμα, τό (πολίζω), I. πολιτεία, πόλη, σε Ηρόδ., Αττ. II. κοινότητα, δήμος, σε Σοφ.
πολισμάτιον, τό, υποκορ. του προηγ., σε Πολύβ.
πολισσο-νόμος, -ον (σῴζω), αυτός που διοικεί ή κυβερνά μια πόλη, σε Αισχύλ.· πολισσονόμος βιοτά, ζωή σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, στον ίδ.
πολισ-σόος, -ον (σῴζω), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν.
πολισ-σοῦχος, -ον, I. ποιητ. αντί πολιοῦχος, σε Αισχύλ. II. αυτός που κατοικεί στην πόλη, στον ίδ.