Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πόλεμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πόλεμος, Επικ. πτόλεμος, , μάχη, αγώνας, πόλεμος, σε Όμηρ. κ.λπ.· πόλεμον αἴρεσθαί τινι, επιβάλλω πόλεμο ενάντια σε άλλον, σε Αισχύλ.· πόλεμον θέσθαι τινί, σε Ευρ.· πόλεμον ἀναιρεῖσθαι, κινεῖν, ἐγείρειν, καθιστάναι, ἐπάγειν, ξεκινώ πόλεμο· πόλεμον ποιεῖσθαι, κάνω πόλεμο· αντίθ. προς τα πόλεμον ἀναπαύειν, καταλύεσθαι, βάζω τέλος σ' αυτόν, κάνω ειρήνη, τον τερματίζω, όλα σε Αττ.