LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πόκος"
- πόκος, ὁ (πέκω),· I. μαλλί στην ακατέργαστη μορφή του, προβιά, τομάρι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· βόστρυχος ή τούφα μαλλιών, σε Σοφ. II. παροιμ. με ετεροκλ. αιτ. της γʹ κλίσης, εἰς ὄνου πόκας, εκεί όπου κουρεύεται ο γάιδαρος, δηλ. πουθενά, σε Αριστοφ.