Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πόα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πόα, , Ιων. ποίη· Δωρ. ποία, I. 1. χλόη, χόρτο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ποία Μηδική, Λατ. herba Medica, βότανο ή τριφύλλι, σε Αριστοφ. 2. γρασίδι, δηλ. χλοώδης, χορταριασμένος τόπος, σε Πλάτ., Ξεν. II. σε ποιητές, λέγεται για χρόνο, πίσυρας πόας, τέσσερα χόρτα, δηλ. θέρη, σε Ανθ.
ποάζω, λέγεται για το έδαφος, παράγω γρασίδι, σε Στράβ.