LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πωλητήριον"
- πωλητήριον, τό (πωλέω)· I. μέρος όπου γίνεται η πώληση, πρατήριο, κατάστημα, σε Ξεν. II. επάγγελμα των πωλητῶν, σε Δημ.