Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πω"

Βρέθηκαν 36 λήμματα [1 - 20]
πῶ; επίρρ., Δωρ. αντί ποῦ; I. πού; σε Αισχύλ. II. πῶ μάλα; ή πώμαλα; πώς επιτέλους; ουδόλως, σε Αριστοφ., Δημ.
πω, Ιων. κω, εγκλιτ. μόριο· I. μέχρι αυτή τη στιγμή, ακόμη, σχεδόν πάντα με άρνηση (όπως το Λατ. -dum στο non-dum) με την οποία αποτελεί μια λέξη, οὔπω, μήπω· II. μετά τον Όμηρο με ερωτήσεις που υπονοούν άρνηση, σε Σοφ., Θουκ.
πώγων, -ωνος, , γενειάδα, γένι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., πώγων πυρός, γλώσσες φωτιάς, σε Αισχύλ. σε Λουκ., Ανθ.
πωγωνο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει γενειάδα, σε Ανθ.
πώεα, τά, πληθ. του πῶϋ.
πωλεία, , ανατροφή νεαρών αλόγων, σε Ξεν.
πώλειος, , -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό άλογο, χαίτη, σε Σουΐδ.
πωλέομαι, Ιων. πωλεῦμαι· Επικ., παρατ. πωλεύμην, βʹ ενικ. πωλέο, Ιων. γʹ ενικ. πωλέσκετο· μέλ. πωλήσομαι, Επικ. βʹ ενικ. πωλήσεαι· θαμιστικό του πολέομαι· πηγαίνω πέρα-δώθε, περιφέρομαι, τριγυρίζω, συχνάζω, Λατ. versari in loco· απ' όπου, πηγαινοέρχομαι, τριγυρίζω συχνά, συχνάζω, συναναστρέφομαι, εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς ἡμέτερον (δῶμα) πωλεύμενοι, σε Ομήρ. Οδ.
πώλευσις, , δαμασμός, εξημέρωση αλόγων, σε Ξεν.
πωλεύω, μέλ. -σω (πῶλος), δαμάζω, ημερώνω, εκπαιδεύω, γυμνάζω νεαρό άλογο, σε Ξεν.
πωλέω, Ιων. γʹ ενικ. παρατ. πωλέσκεε, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐπώλησα· 1. πουλώ ή ανταλλάσσω αγαθά, πουλώ ή προσφέρω εμπορεύματα προς πώληση, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. του τιμήματος, ἐς Σάρδις χρημάτων μεγάλων π., πουλώ σε υψηλή τιμή στις Σάρδεις, σε Ηρόδ.· ἐπώλεε οὐδενὸς χρήματος, αρνήθηκε να το πουλήσει σε οποιαδήποτε τιμή, στον ίδ.· ἐρέσθαι ὁπόσου πωλεῖ, ρωτώ πόσα χρειάζεται γι' αυτό (δηλ. σε ποια τιμή το πουλάει), σε Ξεν.· απόλ., πωλέω πρός τινα, συναλλάσσομαι με κάποιον, σε Αριστοφ. 2. πωλέω τέλη, πουλώ τους φόρους, Λατ. locare, σε Αισχίν. 3. πουλώ, δηλ. εγκαταλείπω, προδίδω, σε Δημ.· λέγεται για πρόσωπα, προδίδομαι, εξαπατώμαι, σε Αριστοφ.
πώλης, -ου, , αυτός που πουλάει, πωλητής, σε Αριστοφ.
πώλησις, , πώληση, έκθεση πραγμάτων προς αγορά, σε Ξεν.
πωλητήριον, τό (πωλέωI. μέρος όπου γίνεται η πώληση, πρατήριο, κατάστημα, σε Ξεν. II. επάγγελμα των πωλητῶν, σε Δημ.
πωλητής, -οῦ, , αυτός που πουλάει· στην Αθήνα οι πωληταί ήταν δέκα άρχοντες που εκμίσθωναν (Λατ. locabant) τους φόρους και τις δημόσιες προσόδους σε πλειοδότες, σε Δημ.
πωλικός, , -όν (πῶλος), 1. αυτός που ανήκει στα πουλάρια, στις φοράδες ή στα νεαρά άλογα, ἀπήνη πωλική, τετράτροχη άμαξα που σύρεται από νεαρά άλογα, σε Σοφ., Ευρ.· πωλικὰ διώγματα, καταδίωξη με άμαξες που σύρονται από άλογα, σε Ευρ. 2. λέγεται για κάθε νεαρό ζώο, πωλικά ἑδώλια, τα διαμερίσματα των κοριτσιών, σε Αισχύλ.
πωλίον, τό, υποκορ. του πῶλος, πουλάρι, σε Αριστοφ.
πωλοδαμνέω, μέλ. -ήσω, 1. δαμάζω και εκπαιδεύω νεαρά άλογα, σε Ευρ., Ξεν. 2. μεταφ., παιδαγωγώ, σε Σοφ.
πωλο-δάμνης, -ου, (δαμάω), δαμαστής αλόγων, σε Ξεν.
πωλο-μάχος[ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται από άλογο ή από άρμα, σε Ανθ.