Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πυρφόρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πυρ-φόρος, -ον (φέρω), I. αυτός που φέρει πυρ, που έχει φωτιά, σε Ευρ.· λέγεται για τον κεραυνό, σε Πίνδ., Αισχύλ.· πυρφόροι ὀϊστοί, βέλη με εύφλεκτες ουσίες πάνω τους, σε Θουκ. II. Ειδικότερες σημασίες: 1. επίθ. του Δία για τους κεραυνούς του, σε Σοφ.· λέγεται για τη Δήμητρα, αναφορικά προς τους πυρσούς που κρατούσαν οι λάτρεις της, σε Ευρ.· λέγεται για την Άρτεμη, σε Σοφ.· αλλά θεὸς πυρφόρος, θεός που φέρνει πυρ, φωτιά, θεός που φέρνει λοιμό ή πυρετό, στον ίδ. 2. ὁπυρφόρος, στο στρατό των Λακεδαιμονίων ήταν ο ιερέας που κρατούσε την ιερή φωτιά για τη θυσία, η οποία δεν επιτρεπόταν να σβήσει ποτέ, σε Ξεν.· απ' όπου παροιμ., λέγεται για ολοσχερή ήττα, ἔδεε δὲ μηδὲ πυρφόρον περιγενέσθαι, σε Ηρόδ.