Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πυρίκαυστος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πῠρί-καυστος, -ον ή -καυτος, αυτός που έχει καεί στη φωτιά, διάπυρος, πυρακτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.