LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πυρήν"
- πυρήν, -ῆνος, ὁ, το σκληρό μέρος μέσα σε καρπούς ή φρούτα, κουκούτσι, όπως στην ελιά, σε Ηρόδ.
- πυρή-νεμος, -ον (ἄνεμος), αυτός που φυσάει ελαφρά τη φωτιά, σε Ανθ.