Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πυρά"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
πῠρά, -ῶν, τά, φωτιές στο στρατόπεδο που φαίνονται από μακριά, κυρίως στην αιτ., καίωμεν πυρὰ πολλά, σε Ομήρ. Ιλ.· πυρὰ ἐκκαίειν, σε Ηρόδ.· φωτιές, σηματοδότες, φωτιές προειδοποίησης, σε Θουκ.· ἄτιμος ἐν πυροῖσι, λέγεται για φωτιές θυσιών, σε Αισχύλ. (ο τονισμός, όπως και η δοτ. πυροῖς, δείχνει ότι δεν ανήκουν οι τύποι του πληθ. στον τριτόκλιτο τύπο πῦρ, αλλά στη δεύτερη κλίση - ετερόκλιτο).
πῠρά, -ᾶς, Ιων. πῠρή, -ῆς, , οποιοδήποτε μέρος όπου ανάβεται φωτιά· 1. νεκρική πυρά, Λατ. bustum, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. χώμα που συσσωρεύεται στο τόπο της πυράς, τύμβος, σε Σοφ., Ευρ. 3. βωμός για θυσία στην πυρά, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης, η φωτιά που καίει σ' αυτόν, σε Ηρόδ.
πῠρ-άγρα, , λαβίδα για τη φωτιά, μασιά, τσιμπίδα, σε Όμηρ.
πῠραγρέτης, -ου, , αυτός που προσέχει τις γλώσσες της φωτιάς, μασιά, τσιμπίδα, λαβίδα, σε Ανθ.
πῠρ-ακτέω, μέλ. -ήσω (ἄγω), σκληρύνω στη φωτιά, πυρακτώνω στη φωτιά, καψαλίζω, σε Ομήρ. Οδ.
πῠρ-ακτόω, μέλ. -ώσω, = το προηγ., σε Στράβ., Λουκ.
πῡρᾰμίς, -ίδος, , πυραμίδα, γνωστό Αιγυπτιακό οικοδόμημα, σε Ηρόδ. (πιθ. αιγυπτ. λέξη).
πῡρᾰμοῦς, -οῦντος, , αντί πυραμόεις (πυρός), γλύκισμα φτιαγμένο από σιτάρι και μέλι που δινόταν ως βραβείο, σε Αριστοφ.
πῠρ-αυγής, -ές (αὐγή), λαμπρός όπως η φωτιά, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.