Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πυνθάνομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πυνθάνομαι, εκτεταμ. από √ΠΥΘ (βλ. πεύθομαιΕπικ. παρατ. πυνθανόμην, μέλ. πεύσομαι, Δωρ. πευσοῦμαι, αόρ. βʹ ἐπῠθόμην, προστ. πυθοῦ, Ιων. πύθευ· Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. πεπύθοιτο· παρακ. πέπυσμαι, βʹ ενικ. πέπῠσαι, Επικ. πέπυσσαι, απαρ. πεπύσθαι· υπερσ. ἐπεπύσμην, γʹ ενικ. ἐπέπυστο, Επικ. πέπυστο, γʹ δυϊκ. πεπύσθην· μαθαίνω εξ ακοής ή ρωτώντας, σε Ηρόδ. 1. πυνθ. τί τινος, μαθαίνω κάτι από ένα πρόσωπο, σε Όμηρ. κ.λπ.· τι ἀπό τινος, σε Αισχύλ.· ἔκ τινος, σε Σοφ.· παρά τινος, σε Ηρόδ. 2. με αιτ. πράγμ. μόνο, ακούω ή μαθαίνω κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. 3. με γεν., ακούω, ακούω να γίνεται λόγος για κάτι, ακούω νέα για κάτι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 4. π. τινά τινος, ζητώ να μάθω από κάποιον για κάτι, σε Αριστοφ.· ομοίως, π. περί τινος, σε Ηρόδ., Αττ. 5. με μτχ., πυθόμην ὁρμαίνοντα ὁδόν, σε Ομήρ. Οδ.· π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκός, άκουσα ότι το Πλημμύριο είχε κυριευθεί, σε Θουκ.· ομοίως, οὔπω πυθέσθαι Πατρόκλοιο θανόντος, δεν είχαν ακόμα ακούσει για τον θάνατό του, σε Ομήρ. Ιλ. 6. με απαρ., ακούω ή μαθαίνω ότι, σε Σοφ. κ.λπ.