Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πυλωρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πῠλ-ωρός, , αυτός που φυλάσσει την πύλη, φρουρός, θυρωρός (βλ. πυλαωρός), σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης ως θηλ., ἡ πυλωρὸς δωμάτων γυνή, σε Ευρ.· μεταφ., τοῖον πυλωρὸν φύλακα τροφῆς, τέτοιο άγρυπνο φύλακα της ζωής σου, σε Σοφ.