Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πυκτεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πυκτεύω, μέλ. -σω, εξασκώ την πυγμαχία, πυγμαχώ, προπονούμαι στην πυγμαχία, σε Ξεν. κ.λπ.· εἰς κρᾶτα πυκτεύω, χτυπώ με γροθιά στο κεφάλι, σε Ευρ.