LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πυκνότης"
- πυκνότης, -ητος, ἡ (πυκνός),· I. στερεότητα, πυκνότητα, θαμπάδα, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. II. συχνότητα, σε Ισοκρ. κ.λπ. III. μεταφ., ευφυία, δεξιότητα, πανουργία, σε Αριστοφ.