Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πυθμήν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πυθμήν, -ένος, , I. 1. κατώτατο σημείο ή πάτος δοχείου, Λατ. fundus, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. 2. λέγεται για τη θάλασσα, πάτος, πυθμένας, σε Ησίοδ., Σόλωνα κ.λπ. 3. βάση ή θεμέλιο ενός πράγματος, στον πληθ., χθόναἐκ πυθμένων κραδαίνειν, σε Αισχύλ.· ἐκ π. ἔκλινε κλῇθρα, σε Σοφ.· δίκας πυθμήν, αμόνι στο οποίο σφυρηλατείται το ξίφος της εκδίκησης, στον ίδ. II. κάτω μέρος, ρίζα ενός δέντρου, σε Ομήρ. Οδ., Σόλωνα· μεταφ., στέλεχος ή ρίζα οικογενείας, σε Αισχύλ.· σμικροῦ γένοιτ' ἂν σπέρματος π. μέγας, δηλ. μεγάλα πράγματα μπορούν να προέλθουν από μικρά, στον ίδ.