
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πυγμή"
- πυγμή, ἡ (πύξ), I. 1. πυγμή, γροθιά, Λατ. pugnus, πυγμῇ νικήσαντα, έχω επικρατήσει με την πυγμή, στην πυγμαχία, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταγεν., πυγμὴν νικᾶν, σε Ευρ.· πυγμᾶς ἄεθλα, σε Πίνδ. 2. πυγμῇ νίψασθαι, στην Κ.Δ., ερμηνεύεται = πύκα, επιμελώς· ή = πυκνά, συχνά, πρβλ. πυκνός Β. II. και III. II. μονάδα μήκους, η απόσταση από τον αγκώνα μέχρι του σημείου που ξεκινούν τα δάχτυλα = 18 δάχτυλοι, περίπου 13 1/2 ίντσες.