LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πτῶσις"
- πτῶσις, -εως, ἡ (πίπτω, πέ-πτωκα), I. πτώση, πέσιμο, σε Πλάτ. II. Λατ. casus, η κάθε πτώση κλιτών ονομάτων στη γραμματική εκτός της ονομαστικής, σε Αριστ.