Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πτῶμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πτῶμα, τό (πίπτω, πέ-πτωκα), I. 1. πτώση, πέσιμο, πεσεῖν πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, σε Αισχύλ.· πίπτουσι πτώματ' αἰσχρά, σε Σοφ. 2. μεταφ., πτώση, ατυχία, δυστυχία, Λατ. casus, σε Ευρ. II. λέγεται για πρόσωπα, νεκρό σώμα, πτώμα, κουφάρι, πτῶμα Ἑλένης, Ἐτεοκλέους, στον ίδ.· επίσης, πτώματα μόνο, σε Αισχύλ.