Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πτύσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πτύσσω, μέλ. πτύξω, αόρ. αʹ ἔπτυξαΜέσ., μέλ. πτύξομαι, αόρ. αʹ ἐπτυξάμηνΠαθ., αόρ. αʹ ἐπτύχθην, αόρ. βʹ ἐπτύγην [ῠ], παρακ. ἔπτυγμαι· γʹ ενικ. παρακ. ἔπτυκτο· διπλώνω, χιτῶνα εἵματα πτύξαι, διπλώνω τα ενδύματα και τα τοποθετώ δίπλα, σε Ομήρ. Οδ.· χεῖρας πτύξαι ἐπί τινι, τυλίγω, βάζω τα χέρια μου γύρω από, εναγκαλίζομαι, σε Σοφ.· βιβλίον πτύσσω, διπλώνω ή κλείνω το βιβλίο, σε Κ.Δ.Παθ., προσεγγίζω, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., συγκαλύπτομαι, σκεπάζομαι, σε Αριστοφ.