Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πτωχεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πτωχεύω, Ιων. παρατ. πτωχεύεσκον, μέλ. -εύσω, I. είμαι φτωχός, δηλ. επαίτης, πηγαίνω να ζητιανέψω, ζητιανεύω, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ. II. 1. μτβ., λαμβάνω επαιτώντας, δαῖτα, σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ. προσ., επαιτώ ή ζητώ ελεημοσύνη από, σε Θέογν.