Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πτολίπορθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πτολί-πορθος[ῐ], -ον (πέρθω), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.