LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πτερύγιον"
- πτερύγιον[ῡ], τό, I. υποκορ. του πτέρυξ, σε Αριστ. II. πτέρυγα κτιρίου, πυργίσκος ή έπαλξη, άκρο, σε Κ.Δ.