LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πταίω"
- πταίω, μέλ. πταίσω, αόρ. αʹ ἔπταισα, παρακ. ἔπταικα — Παθ., αόρ. αʹ ἐπταίσθην I. μτβ., κάνω κάποιον να παραπατήσει ή να πέσει, τινὰ πρός τινι, σε Πίνδ. — Παθ., τὰ πταισθέντα, αποτυχίες, σε Λουκ. II. 1. αμτβ., παραπατώ, σκοντάφτω, πέφτω, σε Σοφ. κ.λπ.· πταίω πρός τινι, σκοντάφτω σε κάτι, πέφτω πάνω, σε Αισχύλ., Πλάτ.· πρός τι, σε Ξεν.· επίσης, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς, για να μην πέσει η Ελλάδα σε αυτόν, δηλ. για να μην ηττηθεί από αυτόν, σε Ηρόδ. 2. μεταφ., κάνω ένα λάθος βήμα, αποτυγχάνω, σε Θουκ., Δημ.· επίσης, ἐλάχιστα, τὰ πλείω πταίουσιν, σε Θουκ. κ.λπ.