LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πτίσσω"
- πτίσσω, αόρ. αʹ ἔπτῐσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐπτίσθην, παρακ. ἔπτισμαι· αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω ή θρυμματίζω, κοπανίζω σε γουδί, σε Ηρόδ.

