Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρᾶξις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρᾶξις, -εως, Ιων. πρῆξις, -ιος, (πράσσω), I. 1. πράξη, διεξαγωγή, επιχείρηση, πλεῖν κατὰ πρῆξιν, σε εμπορικό ταξίδι, σε Ομήρ. Οδ.· πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος, ιδιωτική, όχι δημόσια υπόθεση, στο ίδ. 2. αποτέλεσμα ή συμπέρασμα υπόθεσης, οὐ γάρ τις πρᾶξις πέλεται γόοιο, κανένα καλό δεν βγαίνει με τα δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, οὔ τις πρᾶξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν, σε Ομήρ. Οδ.· πρᾶξιν οὐρίαν θέλων, σε Αισχύλ.· χρησμῶν πρᾶξις, το αποτέλεσμα αυτών, στον ίδ. II. 1. ενέργεια, εκτέλεση, δράση, κακότητος, σε Θέογν.· πρᾶξις πολεμική, ποιητική, πολιτική, σε Πλάτ.· ενέργεια, αντίθ. προς το πάθος, στον ίδ.· ἐν ταῖς πράξεσι, στη δραστήρια, ενεργητική ζωή, στον ίδ. 2. ενέργεια, άσκηση, χειρῶν, σκελῶν, στον ίδ. III. ενέργεια, πράξη, σε Σοφ. κ.λπ. IV. όπως το εὖ ή κακῶς πράσσειν, καλή ή κακή πράξη που διαμορφώνει με αυτόν τον τρόπο τη μοίρα κάποιου, την κατάσταση, τις συνθήκες, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. V. πρακτική ικανότητα, επιδεξιότητα, σε Πολύβ.· επίσης, τέχνασμα, απάτη, στον ίδ. VI. αξίωση για απόδοση χρημάτων, ανάκτηση ανεξόφλητων χρεών ή καθυστερούμενων οφειλών, πρᾶξις συμβολαίων, σε Πλάτ., Δημ.· απ' όπου, αξίωση εκδίκησης, τιμωρία, σε Ευρ. VΙI. σε πληθ., δημόσια ή πολιτική ζωή, σε Δημ.