Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρών"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρών, , γεν. και δοτ. πρῶνος, πρῶνι, όχι πρωνός, πρωνί (γιατί είναι συνηρ. από το πρεών) (πρό)· ακρωτήρι, κάβος, Λατ. promontorium, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ. πρώονες από εκτεταμ. τύπο πρώων, στο ίδ.· σε Αισχύλ. Πέρσ. 132, ἀμφοτέρας πρῶνα κοινὸν αἴας, η παράλια έκταση ανάμεσα στις δύο ηπείρους είναι πιθ. η χερσόνησος, και στον ίδ. 879, πρὼν ἅλιος, η χερσόνησος της Μ. Ασίας.