Αποτελέσματα για: "πρύμνη"
Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
-
πρύμνη, Ιων. αντί πρύμνα.
-
πρύμνηθεν, Δωρ. -ᾱθεν, επίρρ. του πρύμνη, από την πρύμνη, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.
-
πρυμνήσιος, -α, -ον (πρύμνα), αυτός που ανήκει στην πρύμνη πλοίου, κάλως, σε Ευρ.· ουδ. πληθ. πρυμνήσια (ενν. δεσμά), σχοινιά από την πρύμη που ξεκινούν και προσδένονται στην ξηρά, Λατ. retinacula navis, σε Όμηρ.
-
πρυμνήτης, -ου, ὁ (πρύμνα), I. πηδαλιούχος, κυβερνήτης· μεταφ., χώρας πρυμνήτης ἄναξ, ο κυβερνήτης της πολιτείας, σε Αισχύλ. II. ως αρσ. επίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως, σε Ευρ.