Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρύμνη"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
πρύμνη, Ιων. αντί πρύμνα.
πρύμνηθεν, Δωρ. -ᾱθεν, επίρρ. του πρύμνη, από την πρύμνη, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.
πρυμνήσιος, , -ον (πρύμνα), αυτός που ανήκει στην πρύμνη πλοίου, κάλως, σε Ευρ.· ουδ. πληθ. πρυμνήσια (ενν. δεσμά), σχοινιά από την πρύμη που ξεκινούν και προσδένονται στην ξηρά, Λατ. retinacula navis, σε Όμηρ.
πρυμνήτης, -ου, (πρύμνα), I. πηδαλιούχος, κυβερνήτης· μεταφ., χώρας πρυμνήτης ἄναξ, ο κυβερνήτης της πολιτείας, σε Αισχύλ. II. ως αρσ. επίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως, σε Ευρ.