Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόφασις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρόφᾰσις, , γεν. -εως, Ιων. -ιος (προφαίνω ή πρόφημιI. 1. αυτό που αναφέρεται ως αιτία, αφορμή, αιτιολογία, καὶ ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ ὁμοίως προφάσει, σε Θουκ.· πρόφασις ἀληθεστάτη, σε Θουκ. 2. κυρίως με αρνητική σημασία, τίποτε άλλο παρά πρόσχημα, προσποίηση, πρόφαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίθ. προς την πραγματική αιτία (αἰτία), σε Θουκ.· με γεν., πρόφαση ή πρόσχημα για ένα πράγμα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ. σε αιτ., πρόφασιν, κατά πρόφαση, φαινομενικά, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· πρόφασιν μέν, αντίθ. προς τὸ δ' ἀληθές, σε Θουκ.· ομοίως στη δοτ. προφάσει, στον ίδ.· ἀπὸ προφάσιος τοιήσδε, από ή με κάποια δικαιολογία όπως αυτή, σε Ηρόδ. κ.λπ.· προφάσιος εἵνεκεν, στον ίδ.· ἐπὶ προφάσιος, σε Ηρόδ.· κατὰ πρόφασιν, στον ίδ.· ακολουθ. από απαρ., αὕτη ἦν σοι πρ. ἐκβαλεῖν ἐμέ, για να με απορρίψεις, σε Σοφ.· πρόφασιν ἔχει τοῖς δειλαίοις μὴ ἰέναι, δίνει σ' αυτούς μια δικαιολογία για να μην πάει, σε Πλάτ. 3. φράσεις, πρόφασιν διδόναι, ἐνδιδόναι, δίνω αφορμή, σε Δημ.· πρ. ἐνδοῦναί τινι, σε Θουκ.· πρ. προτείνειν, προΐσχεσθαι, προβάλλω μια δικαιολογία, σε Ηρόδ.· παρέχειν, σε Αριστοφ.· προφάσιας ἕλκειν, εξακολουθώ να προβάλλω προφάσεις, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ελλειπτικώς, μή μοι πρόφασιν (ενν. πάρεχε), καμία δικαιολογία, χωρίς πρόφαση, χωρίς αναβολή, σε Αριστοφ. II. ο Πίνδ. προσωποποιεί την πρόφαση (Πρόφασις), ως κόρη του Επιμηθέα. III. στον Σοφ., πρέπει να σημαίνει συμβουλή, πειθώ, πρόταση.