Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόσωπον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρόσ-ωπον, τό, πληθ. πρόσωπα, Επικ. προσώπατα, δοτ. προσώπασι (ὤψI. πρόσωπο, όψη, παρουσιαστικό, κυρίως στον πληθ., ακόμη και για έναν μόνο άνθρωπο, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· βλέπειν τινὰ εἰς πρόσωπον, σε Ευρ.· ἐς πρόσωπόν τινος ἀφικέσθαι, έρχομαι ενώπιον του, στον ίδ.· κατὰ πρόσωπον, μπροστά, με το πρόσωπο στραμμένο ενώπιον, αυτοπροσώπως, σε Θουκ. κ.λπ.· ἡ κατὰ πρόσωπον ἔντευξις, πρόσωπο με πρόσωπο, «τετ-α-τετ», σε Πλούτ.· επίσης, πρὸς τὸ πρόσωπον, σε Ξεν.· λαμβάνειν πρόσωπόν τινος = προσωποληπτεῖν τινα, σε Κ.Δ.· μεταφ., ἀρχομένου πρόσωπον ἔργου, σε Πίνδ. II. εμφάνιση κάποιου, όψη, φυσιογνωμία, Λατ. vultus instantis tyranni, σε Σοφ. III. 1. = προσωπεῖον, προσωπίδα, μάσκα, σε Δημ., Αριστ. 2. εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά, σε Πίνδ. IV.πρόσωπο, άνθρωπος, σε Κ.Δ. κ.λπ.· προσώπῳ, σε προσωπική παρουσία, στο ίδ.