LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρόσχωσις"
- πρόσχωσις, ἡ, I. = πρόσχωμα, σε Θουκ. II. ανάχωμα, σωρός που σηκώνει κάποιος, που υψώνεται εναντίον, στον ίδ.