Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόσχημα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρόσχημα, -ατος, τό (προ-έχω), αυτό που κρατιέται μπροστά για προφύλαξη, απ' όπου: I. παραπέτασμα, προκάλυμμα, σε Θουκ.· πρόφαση, προσποίηση, πρόσχημα, φαινομενική αιτία, σε Σοφ.· ομοίως, πρόσχημα τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· πρόσχημα ποιεῖσθαι ὡς ἐπ' Ἀθήνας ἐλαύνει, χρησιμοποιώ πρόσχημα ή τέχνασμα για να προχωρήσω εναντίον της Αθήνας, στον ίδ.· με απαρ., πρόσχημα ποιούμενοι μὴ προδώσειν, προφασιζόμενοι ότι δεν θα προδώσουν, σε Θουκ.· επίσης, πρόσχημα ποιεῖσθαί τι, τοποθετώ μπροστά παραπέτασμα ή προσωπείο, σε Πλάτ.· πρόσχημα, ως αιτ. απόλ., κατά πρόφαση, ψευδώς, σε Ηρόδ. II. κόσμημα, στολίδι, όπως η Μίλητος ονομάζεται πρόσχημα τῆς Ἰωνίης, το κύριο στολίδι της Ιωνίας, στον ίδ.· και οι Πυθικοί αγώνες, τὸκλεινὸν Ἑλλάδος πρόσχημα ἀγῶνος, σε Σοφ.· πρόσχημα τῆς τραγῳδίας, επίδειξη της τραγωδίας, σε Αριστοφ.