Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόσφορος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρόσ-φορος, Δωρ. ποτί-, -ον (προσφέρω),· 1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής, σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., ἔχοντας τὰ πρόσφορα, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. κατάλληλος, αρμόζων, άξιος, σε Πίνδ.· με δοτ., στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., οὐ πρόσφορον μολεῖν, δεν είναι πρέπον ή ταιριαστό να πάω, σε Αισχύλ. 3. πρόσφορον, τό, αυτό που είναι ταιριαστό ή κατάλληλο, σε Αριστοφ.· πρόσφορα, τά, οι κατάλληλες περιποιήσεις, σε Αισχύλ.· τὰ πρόσφορα, όλα τα πρέποντα ή τα οφειλόμενα πράγματα (για τους νεκρούς), σε Ευρ.· τὰ πρόσφορα, ως επίρρ., καταλλήλως, στον ίδ.