LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρόσφατος"
- πρόσ-φᾰτος, -ον (πέφαμαι, Παθ. παρακ. του *φένω)· I. αυτός που σφαγιάστηκε μόλις, πρόσφατα σκοτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II. γενικά, νωπός, φρέσκος, νέος, σε Αισχύλ., Δημ. III. πρόσφατον, ως επίρρ. χρόνου, πρόσφατα, τελευταία, σε Πίνδ.