LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρόσοψις"
- πρόσ-οψις, ἡ, I. εμφάνιση, εξωτερική όψη, παρουσιαστικό, σε Πίνδ.· περίφραστ., σὴ πρόσοψις, η παρουσία σου, εσύ, σε Σοφ. II. βλέμμα, κοίταγμα, όψη, όραση, θέα, σε Ευρ., Θουκ.