Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόσοδος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρόσ-οδος, , I. 1. μετάβαση ή προσέλευση, πλησίασμα, ἡ πρόσοδος μάλιστα ταύτῃ ἐγένετο, η έφοδος του ιππικού ήταν πιο εφικτή από αυτή τη μεριά, σε Ηρόδ.· ἀπείπατο τὴνπρόσοδον, απέρριψε τις προτάσεις του, στον ίδ.· πρόσοδος μελάθρων, η είσοδος, σε Ευρ. 2. εισβολή, πρόσοδοι τῆς μάχης, επιθέσεις ή έφοδοι, στον ίδ. 3. όπως το πομπή II, επίσημη πομπή σε ναό με τραγούδι και μουσική, σε Αριστοφ., Ξεν. 4. προσέλευση ή παρουσίαση ρήτορα σε δημόσια συνάθροιση, γράφεσθαι πρόσοδον, ζητώ τον λόγο, σε Δημ.· πρόσοδον ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον, σε Αισχίν. II. 1. έσοδο, εισόδημα, αντίθ. προς το κεφάλαιο, σε Δημ.· συνήθως στον πληθ., σε Ρήτ. 2. λέγεται για τα δημόσια εισοδήματα, φόρων πρόσοδος, σε Ηρόδ.· χρημάτων πρόσοδος, σε Θουκ.· συνήθως στον πληθ., εισπράξεις, εισοδήματα, Λατ. reditus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.