Αποτελέσματα για: "πρός"
Βρέθηκαν 673 λήμματα [1 - 20]
-
πρός, πρόθ. με γεν., δηλώνει κίνηση από τόπο· με δοτ., στάση σε τόπο· με αιτ., κίνηση προς τόπο· Επικ. επίσης προτί, ποτί, Δωρ. ποτί.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.: I. 1. λέγεται για τόπο, από, εκ, σε Όμηρ., Σοφ. 2. λέγεται για δήλωση θέσης αντικειμένων, νήσοισι πρὸς Ἤλιδος, τα νησιά που κοιτάζουν προς το μέρος της Ήλιδας, δηλ. είναι κοντά στην Ήλιδα, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς τοῦ Ἑλλησπόντου ἵδρυται μᾶλλον ἢ τοῦ Στρυμόνος, βρίσκεται αρκετά κοντά (δηλ. πιο κοντά) στον Ελλήσποντο παρά στον Στρυμόνα, σε Ηρόδ.· ἐστρατοπεδεύοντο πρὸς Ὀλύνθου, σε Θουκ. κ.λπ.· συχνά με λέξεις που δηλώνουν σημείο του ορίζοντα, δύω θύραι εἰσίν, αἱ μὲν πρὸς βορέαο, αἱ δ' αὖ πρὸς νότου, η μία κοιτάζει προς το βορρά, η άλλη προς το νότο, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, οἰκέουσι πρὸς νότου ἀνέμου, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. μπροστά, προς το μέρος, μπροστά στα μάτια σε, πρός τε θεῶν μακάρων πρός τε θνητῶν ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄδικον οὔτε πρὸς θεῶν οὔτε πρὸς ἀνθρώπων, σε Θουκ. 4. λέγεται για ικεσία, διαμαρτυρία, διακήρυξη, όρκος, ενώπιον, στο όνομα, Λατ. per, γουνάζομαί σε πρός τ' ἀλόχου καὶ πατρός, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιορκεῖν πρὸς δαίμονος, ορκίζομαι ψευδώς στους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸςθεῶν, σε Αττ.· οι Αττ. μερικές φορές εισάγουν την αντων. σε ανάμεσα στην πρόθ. και την πτώση, όπως το Λατ. per te omnes deos oro, πρός νύν σε πατρὸς πρός τε μητρὸς ἱκνοῦμαι, σε Σοφ.· μὴ πρός σε γούνων, σε Ευρ. 5. λέγεται για προέλευση ή καταγωγή από, από μέρους του, τὰ πρὸς πατρός, από την μεριά του πατέρα, σε Ηρόδ.· Ἀθηναῖον καὶ τὰ πρὸς πατρὸς καὶ τὰ πρὸς μητρός, σε Δημ.· πρὸς αἵματος, συγγενείς εξ αίματος, σε Σοφ. II. λέγεται για πράγματα που προέρχονται από μια αιτία, από, από τη μεριά, τιμὴν πρὸς Ζηνὸς ἔχοντες, σε Ομήρ. Οδ.· τυγχάνειν τινὸς πρὸς θεῶν, σε Αισχύλ.· ομοίως, με όλα τα παθητικά ρήματα, προτὶἈχιλλῆος δεδιδάχθαι, διδάσκομαι από τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸποιεύμενον Λακεδαιμονίων, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με τα μέσα ή τη βοήθεια από, πρὸς ἀλλήλοιν θανεῖν, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, πρὸς τίνος πότ' αἰτίας τέθνηκεν, από ή για ποια αιτία; σε Σοφ. III. λέγεται για εξάρτηση ή στενή σχέση, και ομοίως· 1. εξαρτώμενος από κάποιον, υπό την προστασία κάποιου, πρὸς Διός εἰσι ξεῖνοι, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς ἄλλης ἵστὸν ὑφαίνειν, υφαίνω για άλλη γυναίκα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. για κάποιον, για χάρη κάποιου, πρὸς σοῦ, σε Σοφ.· πρὸς τῶν ἐχόντων τὸν νόμον τίθης, σε Ευρ. 3. παρά, με, μέσω, μνήμην πρός τινος λείπεσθαι, σε Ηρόδ. IV. αρμόζον, κατάλληλο, οὐ πρὸς τοῦ ἅπαντος ἀνδρός, δεν είναι αρμόζον σε κάθε άνδρα, στον ίδ.· ἦκάρτα πρὸς γυναικός ἐστιν, είναι πολύ όμοιο με γυναίκα, σε Αισχύλ.· οὐπρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για ποιότητα, πρὸς δίκης, σύμφωνα προς το δίκαιο, στον ίδ.· οὐ πρὸς τῆς ὑμετέρας δόξης, σε Θουκ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.: I. 1. πλησίον, κοντά σε, πάνω, μέσα, ποτὶ γαίῃ, σε Ομήρ. Οδ.· ποτὶ δρυσίν, ανάμεσα στις βελανιδιές, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγκυραν ποτὶ ναU κρημάντων, στο ίδ.· πρὸς μέσῃ ἀγορᾷ, σε Σοφ.· πρὸς τῇ γῇ ναυμαχεῖν, σε Θουκ.· αἱ πρὸς θαλάττῃ πόλεις, σε Ξεν.· τὰ πρὸς ποσί, αυτά που βρίσκονται κοντά στα πόδια, αυτά που βρίσκονται μπροστά σε κάποιον, σε Σοφ. 2. ενώπιον, με την παρουσία κάποιου, πρὸς τοῖς θεσμοθέταις λέγειν, σε Δημ. 3. με ρήματα που δηλώνουν κίνηση και ακολουθ. από στάση σε τόπο ή δηλώνουν το πλησίον, επάνω, εναντίον, ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ, σε Όμηρ.· βάλλειν τινὰ πρὸς πέτρῃ, σε Ομήρ. Οδ. 4. με τη σημασία της στενής προσκόλλησης, πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχεσθαι, στο ίδ.· προσπεπλασμένας πρὸς οὔρεσι, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για να δηλώσει εγγύτατη ενασχόληση, σε, επάνω, πρὸς αὐτῷ γ' εἰμι τῷ δεινῷ λέγειν, σε Σοφ.· εἶναι ή γίγνεσθαι πρός τινι, ασχολούμαι με ή πάνω σ' ένα πράγμα, σε Πλάτ.· ὅλον εἶναι πρός τινι, σε Δημ. II. λέγεται για προσθήκη, επιπλέον, πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα, σε Αισχύλ.· δέκα μῆνας πρὸς ἄλλοις πέντε, σε Σοφ.· πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ, κοντά στο επάγγελμα του σκυτοτόμου, σε Πλάτ.· πρὸςτούτοις, πέρα απ' αυτά, Λατ. praeterea, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς τοῖς ἄλλοις, πέρα από όλα τα υπόλοιπα, σε Θουκ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.: I. 1. λέγεται για τόπο, προς, σε, Λατ. versus, ἰέναι πρὸς Ὄλυμπον, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιον, ποτὶ ζόφον, στο ίδ. 2. με ρήματα που υπονοούν προηγούμενη κίνηση, επάνω, εναντίον, ἑστάναι πρὸς κίονα, σε Ομήρ. Οδ.· ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες, ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι, στο ίδ.· ἑστάναι πρὸς σφαγάς, στέκομαι έτοιμος για σφαγή, σε Αισχύλ. 3. με ρήματα που δηλώνουν όραση κ.λπ.· προς, ἰδεῖνπρός τινα, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, στῆναι ποτὶ πνοίην, στέκομαι έτσι ώστε να το αντιμετωπίσω, αντιστέκομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· κλαίειν πρὸς οὐρανόν, έκλαιγε βλέποντας τον ουρανό, στο ίδ.· λέγεται για τα σημεία του ορίζοντα, πρὸς ζόφον κεῖσθαι, βρίσκομαι προς τη δύση, σε Ομήρ. Οδ.· ναίειν πρὸςἨῶ τ' Ἠέλιόν τε, στο ίδ.· πρὸς ἑσπέραν, ἄρκτον, προς τη δύση κ.λπ. 4. λέγεται με εχθρική σημασία, εναντίον, πρὸς Τρῶας μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς θεὸν ἐρίζειν, σε Πίνδ.· χωρεῖν πρός τινα, σε Σοφ.· χρησιμ. σε ομιλίες, λογικά επιχειρήματα, πρός τινα, ως απάντηση προς, Λατ. adversus, λιγότερο ισχυρό από το κατά τινος, εναντίον, Λατ. in, σε Δημ. 5. χωρίς εχθρική σημασία, ἀγορεύειν, εἰπεῖν πρός τινα, λέγω, απευθύνομαι σε αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμείβεσθαι πρόςτινα, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για κάποιον που συνδιαλέγεται, εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν, προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κάθε είδους σχέση, ὀμόσαι πρός τινα, ορκίζομαι στο όνομά του, σε Ομήρ. Οδ.· σπονδάς, συνθήκας ποιεῖσθαι πρός τινα, σε Θουκ.· ἡ πρός τινα ξυμμαχία, στο ίδ.· ἡ πρός τινα φιλία, πίστις, σε Ξεν. κ.λπ.· αλλά επίσης, πρός τινα ἔχθρα, ἀπιστία, μῖσος, πόλεμος, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ. 6. λέγεται για συναλλαγή, πρὸς Τυδεΐδην τεύχε', αντάλλαξε τα όπλα του με τον Τυδείδη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποθέσεις που έφταναν μπροστά στους άρχοντες, λαγχάνειν πρὸς τὸν ἄρχοντα γράφεσθαι πρὸς τοὺς θεσμοθέτας, παρά Δημ. 7. εἶναι πρός τι, είμαι απασχολημένος με..., σε Πλούτ. II. λέγεται για χρόνο, περίπου ή κοντά, κατά ή περίπου κατά, ποτὶ ἕσπερα, κατά την εσπέρα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπεὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν, σε Ξεν.· πρὸς ἠῶ, σε Θεόκρ.· πρὸς γῆρας, προς, κατά τα γεράματα ή στα γεράματα, σε Ευρ. III. λέγεται για να δηλώσει σχέση ανάμεσα σε δύο αντικείμενα· 1. σε σχέση με, αναφορικά με, τὰπρὸς τὸν πόλεμον, δηλ. τα πολεμικά πράγματα, σε Θουκ.· τὰ πρὸς τὸν βασιλέα, οι σχέσεις μας με το βασιλιά, σε Δημ.· τὰπρὸς τοὺς θεούς, τα καθήκοντά μας προς τους θεούς, σε Σοφ.· ὁλόγος οὐδὲν πρὸς ἐμέ, δεν έχει να κάνει με εμένα, δεν με ενδιαφέρει, σε Δημ.· οὐδὲν αὐτῷ πρὸς τὴν πόλιν ἐστίν, αυτός δεν έχει να κάνει τίποτα με αυτή, στον ίδ.· συχνά με επίρρ., ἀσφαλῶς ἔχεινπρός τι, σε Ξεν. 2. σε σχέση με, ως συνέπεια, πρὸς τοῦτο τὸ κήρυγμα, σε Ηρόδ.· ἀθύμως ἔχειν πρός τι, σε Ξεν.· συχνά με ουδ. αντων., πρὸς τί; για ποιο σκοπό; για ποιο τέλος; σε Σοφ.· πρὸςοὐδέν, για το τίποτα, μάταια, στον ίδ.· πρὸς ταῦτα, για αυτά, με το να έχουν αυτά έτσι, σε Ηρόδ., Αττ. 3. για κάποιο σκοπό, ὡς πρὸς τί χρείας;, σε Σοφ.· ἕτοιμος πρός τι, σε Ξεν. 4. σε σχέση ή συνάφεια, σε σύγκριση με, κοῖός τις ἀνὴρ δοκέοι εἶναι πρὸς τὸν πατέρα, σε Ηρόδ.· δηλώνει υπεροχή, πρὸς πάντας τοὺς ἄλλους, Λατ. prae aliis omnibus, στον ίδ.· πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν, ο μέσος όρος ανάμεσα στα μεγαλύτερα και στα μικρότερα πλοία, σε Θουκ. 5. σε σχέση με, σύμφωνα με, πρὸςτὸ παρεὸν βουλεύεσθαι, σε Ηρόδ.· πρὸς τὴν δύναμιν, σύμφωνα με τη δύναμη κάποιου, σε Δημ.· πρὸς τὰς τύχας, σύμφωνα με την τύχη κάποιου, σε Ευρ. 6. σε συμφωνία με τα μουσικά όργανα, πρὸς κάλαμον, σε Πίνδ.· πρὸς αὐλόν ή τὸν αὐλόν, σε Ευρ. 7. συχνά τίθεται περιφραστικά αντί επιρρ., όπως το πρὸς βίαν = βιαίως, με βία, βιαίως, σε Αισχύλ.· πρὸς τὸ καρτερόν, στον ίδ.· πρὸς ἰσχύος κράτος, σε Σοφ.· πρὸς ἡδονὴν λέγειν, δημηγορεῖν, έτσι ώστε να προκαλέσει ηδονή, σε Θουκ.· πρὸς τὸ τερπνόν, υπολογισμένο ώστε να προκαλέσει ηδονή, στον ίδ.· πρὸς χάριν, έτσι ώστε να ευχαριστήσει, σε Δημ.· και με γεν. πράγμ., πρὸς χάριν τινός, όπως το χάριν μόνο του, Λατ. gratia, για το καλό του, πρὸς χάριν βορᾶς, σε Σοφ.· πρὸς ἰσχύος χάριν, με τη δύναμή της, σε Ευρ.· επίσης, πρὸς ὀργήν, με οργή, οργισμένα, σε Σοφ. κ.λπ.· πρὸς τὸ λιπαρές, με πολλή επιμονή, στον ίδ.· πρὸς καιρόν, εποχιακά, στον ίδ. Δ. ΑΠΟΛ. ΩΣ ΕΠΙΡΡ.: =πρόςΒ.II., εντούτοις, πέρα και επιπλέον, πρὸς δέ ή ποτὶ δέ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς δὲ καί, πρὸς δὲ ἔτι, καὶ πρός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καὶ πρός γε, σε Ευρ.· καὶ δὴ πρός, σε Ηρόδ. Ε. ΣΕ ΣΥΝΘ.: I. κίνηση προς, προσάγω, προσέρχομαι. II. προσθήκη, το επιπλέον, προσκτάομαι, προστίθημι. III. σύνδεση και εγγύτητα με ένα πράγμα, όπως πρόσειμι, προσγίγνομαι.
-
προ-σάββᾰτον, τό, η μέρα πριν το Σάββατο, η παραμονή του Σαββάτου, σε Κ.Δ.
-
προσ-αγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, I. ανακοινώνω, τινά τινι, σε Λουκ. II. καταμηνύω, τῇ βουλῇ τινα, σε Πλούτ.
-
προσᾰγορευτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., I. αυτός που πρέπει να κληθεί ή να κατονομαστεί, σε Πλάτ. II. προσαγορευτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να ονομάσει, τινά τι, σε Αριστ.
-
προσ-ᾰγορεύω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα· (αλλά ο Αττ. αόρ. είναι προσεῖπον), μέλ. και παρακ. προσερῶ, προσείρηκα· Παθ. αόρ. αʹ προσηγορεύθην· 1. απευθύνω, χαιρετώ, ασπάζομαι, Λατ. salutare, σε Ηρόδ. — Παθ., δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα, στη δυστυχία δεν μας χαιρετούν, σε Θουκ. 2. με διπλ. αιτ., προσφωνώ ή χαιρετώ κάποιον, Δίκανδέ νιν προσαγορεύομεν, σε Αισχύλ.· τὸν αὐτὸν πατέρα προσαγορεύω, σε Ξεν.· με απαρ., προσαγορεύω τινὰ χαίρειν, χαιρετώ ή αποχαιρετώ κάποιον με προσφώνηση, σε Αριστοφ. 3. καλώ με το όνομα, αποκαλώ, τὸνἈγαμέμνονα, προσαγορεύω ποιμένα λαῶν, σε Ξεν.· τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις, σε Πλάτ.
-
προσ-άγω, μέλ. -ξω, αόρ. βʹ προσήγᾰγον, σπανίως αόρ. αʹ προσῆξα, Μέσ. μέλ. (με Παθ. σημασία), προσάξομαι·
Α. I. 1. φέρνω σε ή πάνω σε, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, σε Ομήρ. Οδ.· θυσίας προσάγω τινί, σε Ηρόδ.· προσάγω πάντα, παρέχω, προμηθεύω, σε Ξεν. 2. τοποθετώ σε, προσθέτω, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε, σε Ηρόδ. 3. θέτω σε, φέρνω σε, κινώ προς, εφαρμόζω, όπως το Λατ. applicare, τὴν ἄνω γνάθον προσάγω τῇ κάτω, στον ίδ.· ὀφθαλμὸν προσάγω κεγχρώμασι, φέρνω κοντά, εφάπτω το μάτι ακριβώς στις οπές, σε Ευρ. 4. λέγεται για τροφές, θέτω ενώπιον, παραθέτω, βρώματά τινι, σε Ξεν. 5. μεταφ., προσάγω ὅρκον τινί, θέτω όρκο σ' αυτόν, τον βάζω να ορκιστεί, σε Ηρόδ. 6. με στρατιωτική σημασία, οδηγώ εναντίον κάποιου, άγω σε επίθεση, κινούμαι προς, τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν, σε Θουκ.· στρατιὰν προσάγω πρὸς πολεμίους, προσάγω μηχανὰς πόλει, στον ίδ. 7. μεταφ., τὰς ἀνάγκας, στον ίδ.· προσάγω τόλμαν, επιδίδομαι ή καταβάλλω τόλμη, σε Ευρ. 8. προσάγω φόρον, αποδίδω φόρο, σε Θουκ. 9. οδηγώ σε ή ενώπιον, τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους, σε Ξεν.· εισάγω, παρουσιάζω, τινὰ πρὸς τὸν δῆμον, πρὸς τὴν βουλήν, σε Θουκ.· προσάγω τοὺς πρέσβεις, σε Δημ.· 10. φέρνω πλησιέστερα, οδηγώ, ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε, σε Ευρ. — Παθ., οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ προσάγεσθαι, σε Θουκ., Ομήρ. Ιλ. — Παθ., προσκολλώμαι σε κάτι, τινι, στον ίδ. II. 1. φαινομενικά μτβ. (ενν. ἑαυτόν, στρατόν κ.λπ.), πλησιάζω, προσεγγίζω, ιδίως με εχθρική σημασία, σε Ξεν. 2. (ενν. ναῦν), φέρνω σε, έρχομαι στην ξηρά, σε Πολύβ. Β. I. 1. Μέσ., ελκύω ή φέρνω προς το μέρος μου, προσεγγίζω την πλευρά κάποιου, Λατ. sibi conciliare, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· πάντων προσάγω ὄμματα, τραβώ όλα τα βλέμματα επάνω μου, σε Ξεν. 2. απόλ., έλκω προς εμένα, εναγκαλίζομαι, σε Ευρ., Αριστοφ. 3. με απαρ., προσελκύω κάποιον να κάνει κάποιο πράγμα, ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν ἡμᾶς προσήγετο, σε Σοφ.· προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν, θα τὴν προτρέψω να τα υποστεί, σε Ευρ. II. παίρνω κάτι μαζί μου, προμηθεύομαι, ὀστᾶ, στον ίδ.· τὰ ναυάγια, σε Θουκ.· προμηθεύω, εισάγω, σε Ξεν.· τὰ προσαχθέντα, εισαγωγές, στον ίδ.
-
προσᾰγωγεύς, -έως, ὁ, αυτός που φέρνει, οδηγεί σε· προσαγωγεὺς λημμάτων, αυτός που αναζητά τα κέρδη για κάποιον άλλο, σε Δημ.
-
προσᾰγωγή, ἡ, I. 1. καθοδήγηση σε ή πάνω σε, ανατροφή, σε Πολύβ. 2. προσέγγιση, απόκτηση, ξυμμάχων, σε Θουκ. II. 1. (αμτβ.), η επίσημη προσέγγιση, όπως στις γιορτές ή στις ικεσίες, σε Ηρόδ. 2. προσέγγιση, πλησίασμα σε ένα πρόσωπο, στην παρουσία του βασιλιά, σε Ξεν., Κ.Δ.
-
προσαγωγός, -όν, ελκυστικός, πειστικός, σε Θουκ., Λουκ.
-
προσ-ᾴδω, μέλ. -ᾴσομαι, Δωρ. ποτ-αείσομαι· I. 1. τραγουδώ, σε Θεόκρ. 2. προσᾴδω τραγῳδίαν, τραγουδώ τα μουσικά άσματα σε μια τραγωδία, δηλ. τα χορικά μέρη, σε Αριστοφ. II. εναρμονίζομαι, συμφωνώ, τινί, με κάποιον, σε Σοφ.· απόλ., σε Πλάτ.
-
προσ-αιρέομαι, Μέσ., I. διαλέγω για τον εαυτό μου, ἑαυτῷ προσαιρέομαί τινα, προσλαμβάνω ως σύντροφο ή σύμμαχο, Λατ. cooptare, σε Ηρόδ. II. γενικά, εκλέγω επιπλέον, τινά τινι, σε Θουκ., Ξεν.
-
προσ-ᾱΐσσω, Αττ. -ᾴσσω, μέλ. -ξω, πηδώ, ορμώ σε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ὁμίχλη προσαΐσσει ὄσσοις, ένα σύννεφο έρχεται πάνω στα μάτια μου, σε Αισχύλ.
-
προσ-αιτέω, μέλ. -ήσω, I. ζητώ επιπλέον, αἷμα προσαιτέω, απαιτώ περισσότερο αίμα, σε Αισχύλ.· προσαιτέω, απαιτώ υψηλότερο μισθό, σε Ξεν. II. με αιτ. προσ., ζητώ επίμονα, ζητώ την ελεημοσύνη κάποιου, σε Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., παρακαλώ για κάποιο πράγμα, σε Ευρ.· με διπλή αιτ., παρακαλώ κάτι από κάποιον, στον ίδ., Ξεν.· απόλ., ζητώ επίμονα, γίνομαι φορτικός, σε Ευρ., Αριστοφ.
-
προσαίτης, -ου, ὁ, ζητιάνος, επαίτης, σε Λουκ.
-
προσ-αιτιάομαι, κατηγορώ επιπλέον, τινα, σε Πλούτ.
-
προσ-ᾰκοντίζω, μέλ. -σω, ρίχνω κάτι, όπως το ακόντιο, σε Λουκ.
-
προσ-ακούω, μέλ. -ακούσομαι, ακούω επιπλέον, σε Ξεν.
-
προσ-ακροβολίζομαι, αποθ., ακροβολίζομαι εκ των προτέρων, σε Πολύβ.
-
προσακτέον, ρημ. επίθ. του προσάγω, 1. αυτό που πρέπει κάποιος να φέρει κοντά ή πλησίον, σε Πλάτ. 2. αυτό που πρέπει κάποιος να εισάγει, σε Αριστ.
-
προσ-ᾰλείφω, μέλ. -ψω, τρίβω ή αλείφω πάνω σε, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ.