LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρόοδος"
- πρό-οδος, -ον, προπορευόμενος· οἱ πρόοδοι είναι προπορευόμενο τμήμα στρατού, σε Ξεν.
- πρό-οδος, ἡ, πρόοδος, προώθηση, εξέλιξη, σε Ξεν.