Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόοδος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πρό-οδος, -ον, προπορευόμενος· οἱ πρόοδοι είναι προπορευόμενο τμήμα στρατού, σε Ξεν.
πρό-οδος, , πρόοδος, προώθηση, εξέλιξη, σε Ξεν.