Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόνοια"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρόνοια, Ιων. -οίη, (πρόνοος),· I. προφητεία, πρόγνωση, σε Αισχύλ., Σοφ. II. 1. πρόβλεψη, πρόνοια, προεκτίμηση, σε Σοφ.· ἐκ προνοίας, με πρόβλεψη, με σκοπιμότητα, Λατ. consulto, σε Ηρόδ.· ἀπὸ προνοίας τίνων, με τις προφυλάξεις τους, σε Θουκ.· ιδίως, λέγεται για εγκλήματα που διαπράχθηκαν με σχέδιο ή με εχθρική πρόθεση, ἐκ προνοίας τραύματα, σε Αισχίν.· τὰ ἐκ προνοίας, αντίθ. προς τα ἀκούσια, σε Αριστ.· πρόνοιαν ἔχεινἴσχειν) τινός, λαμβάνει πρόνοια για..., δείχνει φροντίδα για..., σε Ευρ. κ.λπ.· περί τινος, σε Σοφ.· με απαρ., πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν, σε Ευρ. 2. η πρόνοια του Θεού, σε Ηρόδ., Αττ.