Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόναος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρό-νᾱος ή πρό-ναιος, , -ον, Ιων. προνήϊος, , -ον, Αττ. πρό-νεως (ναόςI. αυτός που βρίσκεται μπροστά από το ναό, ιδίως λέγεται για θεούς των όποιων οι βωμοί και τα αγάλματα στέκονταν μπροστά στον ναό, όπως της Αθηνάς στους Δελφούς, σε Ηρόδ.· Παλλὰς προναία, σε Αισχύλ. II. ως ουσ., πρόναος, = πρόδομος, προθάλαμος ναού, μέσω του οποίου κάποιος οδηγούνταν στον κυρίως ναό (ναός) ή στα άδυτα του ναού, σε Ηρόδ.