Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόκλησις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρόκλησις, -εως, Ιων. -ιος, (προκαλέω),· I. κάλεσμα για να έρθει κάποιος μπροστά, πρόσκληση, αμφισβήτηση, ἐκ προκλήσιος, από ή λόγω πρόκλησης, σε Ηρόδ. II. πρόσκληση, προσφορά, πρόταση, σε Θουκ. κ.λπ. III. ως δικανικός όρος, πρόταση που έγινε στον αντίδικο, για την επίλυση των σημείων διαφοράς, όπως το Ρωμαϊκό sponsio, σε Δημ. κ.λπ.· πρόκλησιν προκαλεῖσθαι, κάνω, δημιουργώ πρόκληση, δέχεσθαι, την αποδέχομαι, στον ίδ.