Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόκα"

Βρέθηκαν 44 λήμματα [1 - 20]
πρόκᾰ (πρό), Ιων. επίρρ., ευθύς, αμέσως, ξαφνικά, σε Ηρόδ.· πρόκατε ή πρόκατε.
προ-καθεύδω, μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι από πριν ή πρώτος, σε Αριστοφ.
προ-καθηγέομαι, αποθ., βαδίζω από εμπρός και οδηγώ, σε Πολύβ.· προκαθηγέομαι τῆς κρίσεως, συμβουλεύω, προτείνω από πριν, στον ίδ.
προ-κάθημαι, Ιων. -κάτημαι, κυρίως παρακ. του προκαθέζομαι· I. 1. κάθομαι από πριν, πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος προκαθέζομαι, είμαι μπροστά από την υπόλοιπη Ελλάδα, λέγεται για τους Θεσσαλείς, σε Ηρόδ. 2. με γεν., κάθομαι ή βρίσκομαι μπροστά από ένα μέρος, και επομένως, προστατεύω, υπερασπίζομαι, στον ίδ., Θουκ.· στρατιᾶς προκάθημαι, σε Ευρ. II. προεδρεύω, τῆς πόλεως, σε Πλάτ.
προ-καθίζω, Ιων. -κατίζω, I. 1. καθίζω μπροστά ή σπρώχνω προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κάθομαι σε δημόσιο χώρο, κάθομαι επισήμως, ἐς θρόνον, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Μέσ., στον ίδ. 3. εγκαθίσταμαι εμπρός, στον ίδ. II. μτβ., κάθομαι πάνω σε, σε Πολύβ.
προ-καθίημι, μέλ. -ήσω, κάθομαι από πριν· μεταφ., πόλιν προκαθίημι εἰς ταραχήν, ρίχνω την πόλη σε σύγχυση, την φέρνω σε αναταραχή, σε Δημ.· προκαθίημί τινα ἐξαπατᾶν, τοποθετώ ένα πρόσωπο μπροστά μου με σκοπό να παραπλανήσω, να εξαπατήσω, στον ίδ.
προ-καθίστημι, μέλ. -στήσω· I. τοποθετώ κάτι εμπρός· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. II. Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας, δεν έχουν τοποθετήσει φρουρά από πριν, σε Θουκ.
προ-καθοράω, μέλ. -κατόψομαι, εξετάζω από πριν, εξερευνώ προκαταρτικά, σε Ηρόδ.
προ-καίω, μέλ. -καύσω, καίω από πριν — Παθ., καίγομαι εκ των προτέρων, λέγεται για φωτιά, σε Ξεν.
πρόκᾰκος, -ον, υπερβολικά κακός, κακὰ πρόκακα, συμφορές πάνω στις συμφορές, σε Αισχύλ.
προ-κᾰλέω, μέλ. -έσω, I. καλώ εμπρός, κυρίως σε Μέσ., γʹ ενικ. Επικ. αόρ. αʹ προκαλέσσατο, προστ. προκάλεσσαι· 1. καλώ σε μάχη, προκαλώ σε αναμέτρηση, προκαλώ, Λατ. provoco, σε Όμηρ.· ομοίως, προκαλέω εἰς ἀγῶνα, σε Ξεν. 2. προσκαλώ εκ των προτέρων ή καλώ, τινὰ ἐς λόγους, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐς σπονδάς, σε Θουκ.· ἐπὶ ξυμμαχίαν, στον ίδ. 3. με αιτ. και απαρ., προσκαλώ κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ. κ.λπ. 4. απόλ., αὐτῶν προκαλεσαμένων, στην ή έπειτα από την πρόσκλησή τους, στον ίδ. II. 1. με αιτ. πράγμ., προσφέρω ή προτείνω, δίκην, στον ίδ.· τὰς σπονδάς, σε Αριστοφ.· με αιτ. προσ. να ακολουθ., προκαλεῖσθαί τινα τὴν εἰρήνην, προσφέρω σε κάποιον ειρήνη, στον ίδ. 2. ως Αττ. δικανικός όρος, κάνω μια προσφορά ή προκαλώ τον αντίδικο, να διευκολύνει την απόφαση αποδεχόμενος την λύση της υπόθεσης με τη διαιτησία, αφήνω τους δούλους να υποστούν βασανιστήρια, σε Δημ.· πρβλ. πρόκλησιςΠαθ., προκαλέω ἐς κρίσιν περί τινος, σε Θουκ. III. προσκαλώ να εμφανιστεί κάτι, εὐγένειαν, σε Ευρ.
προ-κᾰλίζομαι, αποθ., μόνο σε προστ. ενεστ. προκαλίζεο, Επικ. γʹ ενικ. παρατ. προκαλίζετο· προκαλώ σε αγώνα, σε συμπλοκή, σε Όμηρ.
προκᾰλινδέομαι, Παθ., πέφτω πρηνής, γονατιστός, μπρούμυτα, μπροστά από κάποιον άλλο, σε Ισοκρ., Δημ.
προκάλυμμα, -ατος, τό, 1. οτιδήποτε τοποθετείται μπροστά από κάτι άλλο, παραπέτασμα, όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας, αντί για πόρτα, σε Αισχύλ. 2. κάλυμμα, ως προστασία, σε Θουκ. 3. μεταφ., πρόσχημα ή πρόφαση, στον ίδ., Λουκ.
προ-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω, I. κρεμώ μπροστά ως κάλυμμα — Μέσ., βάζω πάνω μου ως κάλυμμα ή μανδύα, σε Ευρ.· οὐ προκαλυπτομένα παρηΐδος, δεν τοποθετεί κάλυμμα μπροστά στο πρόσωπό της, στον ίδ. II. καλύπτω ολόγυρα, ἥλιος νεφέλην προκαλύπτει, σε Ξεν.Μέσ., προὐκαλύψατο ὄμματα, έκρυψε με πέπλο τα μάτια της, σε Ευρ.
προ-κάμνω, μέλ. -καμοῦμαι, αόρ. βʹ προέκᾰμον, I. εργάζομαι ή μοχθώ από πριν, σε Θέογν. II. κοπιάζω για χάρη ή για την υπεράσπιση κάποιου, τινός, σε Σοφ. III. κουράζομαι, εγκαταλείπω, μὴ πρόκαμνε, σε Αισχύλ.· μὴ προκάμητε πόδα, σε Ευρ. IV. έχω προηγούμενη ασθένεια, σε Θουκ.· θλίβομαι εκ των προτέρων, στον ίδ.
προ-κάρηνος[ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει το κεφάλι μπροστά, σε Ανθ.
προκάς, -άδος, , = πρόξ, σε Ομηρ. Ύμν.
προ-καταγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω ή δηλώνω από πριν, σε Κ.Δ.
προ-καταγιγνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, 1. καταψηφίζω ομόφωνα εκ των προτέρων, καταδικάζω με προηγούμενη απόφαση, με γεν. προσ., σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., σε Αριστοφ.· μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν, μην προδικάζεις τίποτα, σε Δημ. 2. με απαρ., προκαταγιγνώσκετε ἡμῶν ἥσσους εἶναι, μας καταδικάζεται εκ των προτέρων και λέτε ότι είμαστε κατώτεροι, σε Θουκ. 3. προκαταγιγνώσκω τί τινος, όπως το φόνον τινός, εκδίδω εκ των προτέρων καταδικαστική απόφαση για φόνο, σε Ρήτ.