LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρόθυρον"
- πρό-θῠρον, τό (θύρα), 1. μπροστινή πόρτα, πόρτα που οδηγει από την αὐλήν στο εσωτερικό, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., στον ίδ. 2. χώρος πριν από την πόρτα, είδος υπόστεγου ή βεράντας, Λατ. vestibulum, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. 3. μεταφ., Κόρινθος πρόθυρον Ποτειδᾶνος, σε Πίνδ.· πρόθυρα ἀρετῆς, σε Πλάτ.