Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρό"

Βρέθηκαν 1.395 λήμματα [1 - 20]
πρό, πριν, Λατ. prae·
Α.
ΠΡΟΘ. με γεν.: I. 1. λέγεται για τόπο, μπροστά, μπροστά από, πρὸ ἄστεος, πρὸ πυλάων, σε Όμηρ.· οὐρανόθι πρό, σε Ομήρ. Ιλ.· χωρεῖν πρὸ δόμων, έρχομαι μπροστά, δηλ. έξω από αυτά, σε Σοφ. 2. μπροστά, μπροστά από, λέγεται για υπεράσπιση ή φύλαξη, στῆναι πρὸ Τρώων, σε Ομήρ. Ιλ.· σε υπεράσπιση, μάχεσθαι πρὸ γυναικῶν, στο ίδ.· ὀλέσθαι πρὸ πόληος, Λατ. pro patria mori, στο ίδ. 3. πρὸ ὁδοῦ, μπροστά στο δρόμο, δηλ. μπροστά, προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ., (απ' όπου φροῦδος). II. λέγεται για χρόνο, πριν, πρὸ γάμοιο, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸ ὁ τοῦ (= ὁ πρὸ τοῦ) ἐνόησεν, ο ένας πριν από τον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸτοῦ θανάτου, σε Πλάτ. κ.λπ.· πρὸ πολλοῦ, πριν από πολύ καιρό, σε Ηρόδ.· τὸ πρὸ τούτου, πριν από αυτό, προτού, σε Θουκ.· πρὸ τοῦ (συχνά γράφεται προτοῦ), πριν, προτού, σε Ηρόδ., Αττ. III. για άλλες σχέσεις: 1. λέγεται για προτίμηση· πριν, μπροστά ή καλύτερα από, κέρδος πρὸ δίκας αἰνῆσαι, επαινείς την πανουργία περισσότερο παρά τη δικαιοσύνη, σε Πίνδ.· πᾶν πρὸ τῆς παρεούσης λύπης, οτιδήποτε άλλο παρά την παρούσα δυστυχία τους, σε Ηρόδ.· πρὸ πολλοῦ ποιεῖσθαι, εκτιμώ πολύ παραπάνω, δηλ. έχω σε υψηλή εκτίμηση, σε Ισοκρ.· ομοίως, πρὸ πολλῶν χρημάτων τιμᾶσθαι, σε Θουκ.· πλεονάζει μετά από συγκρ., ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἀσπαστότερον, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για αιτία ή κίνηση, Λατ. prae, εξαιτίας, για να, από, πρὸ φόβοιο, εξαιτίας του φόβου, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸ τῶνδε, εξαιτίας αυτών, σε Σοφ. Β. ΘΕΣΗ: ποτέ μετά από την πτώση (γεν.), εκτός από την Επικ. γεν., Ἰλιόθι πρό, οὐρανόθι πρό, ἠῶθι πρό. Γ. πρό, απόλ. ως ΕΠΙΡΡ., I. λέγεται για τόπο, μπροστά, μπροστά από, εμπρός, προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για χρόνο, πριν, προτού, εκ των προτέρων, σε Ομήρ. Οδ.· πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, σε Ησίοδ.· πρόωρα, σε Αισχύλ. III. με άλλες προθ., ἀποπρό, διαπρό, ἐπιπρό, περιπρό, προπρό, επιτατ. της πρώτης πρόθεσης. Δ. πρό, σε ΣΥΝΘ., I. με ουσ., λέγεται για να δηλώσει: 1. θέση εμπρός ή ενώπιον, πρόθυρον, προπύλαια. 2. τα πρωτεία σε βαθμό, πρόεδρος ή προτεραιότητα, προοίμιον. 3. αυτόν που στέκεται, που βρίσκεται στη θέση άλλου, πρόμαντις, πρόξενος. II. με επίθ., λέγεται για να δηλώσει: 1. εγγύτητα, ετοιμότητα, πρόχειρος, πρόθυμος. 2. μπροστά από, το μαζί, προθέλυμνος, πρόρριζος. 3. το πρόωρο, πρόμοιρος, πρόωρος. III. με ρήματα, 1. λέγεται για τόπο, μπροστά, προς τα εμπρός, προβαίνω, προβάλλω· επίσης, χρησιμ. για υπεράσπιση, προκινδυνεύω. 2. εμπρός, λέγεται για κίνηση, προέλκω, προφέρω· επίσης, δημοσίως, προειπεῖν. 3. κινώ προς τα εμπρός, ενδίδω, προδίδωμι. 4. πρό, λέγεται για προτίμηση, προαιροῦμαι, προτιμάω. 5. προτού, εκ των προτέρων, προαισθάνομαι, προνοέω, προοράω.
προ-αγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω από πριν, εκ των προτέρων, σε Ξεν.
προάγγελσις, , προαναγγελία, πρόωρη, έγκαιρη ειδοποίηση, σε Θουκ.
προ-άγνυμι, αόρ. αʹ -έαξα, σπάζω, θραύω από πριν, σε Ομήρ. Οδ.
προᾰγόρευσις, , ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε Αριστ., σε Πλουτ.
προ-ᾰγορεύω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα, παρακ. -ηγόρευκα (αλλά, Αττ. μέλ. προερῶ, αόρ. προεῖπον, παρακ. προείρηκα) — Παθ. -εύσομαι (σε Μέσ. τύπο), παρακ. -ηγόρευμαι· I. 1. λέω από πριν, σε Θουκ.· με απαρ., λέω ή δηλώνω εκ των προτέρων ότι..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, προαγορεύω ὅτι..., σε Ξεν. 2. προλέγω, προφητεύω, τὸ μέλλον, στον ίδ. II. 1. μιλώ ενώπιον όλων, διακηρύσσω, δηλώνω ή κηρύττω δημοσίως, σε Ηρόδ., Θουκ.· έχω προδηλώσει με κήρυκα, σε Ηρόδ. 2. με απαρ., παραγγέλλω, διατάσσω δημοσίως, προαγορεύω ὑμῖν παρεῖναι, στον ίδ.· προαγορεύω τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, απαγορεύω στους πολίτες να κινηθούν, σε Πλάτ.Παθ., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται ἅπασι, σε Ξεν.· τὰ προηγορευμένα, στον ίδ. 3. ανακοινώνω, κοινοποιώ, σε Πλάτ.
προ-άγω[ᾰ], μέλ. -άξω, παρακ. -ῆχα, αόρ. βʹ -ήγᾰγονΠαθ., αόρ. αʹ -ήχθην, παρακ. -ῆγμαι, I. 1. οδηγώ μπροστά, επάνω, προς τα εμπρός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συνοδεύω, στον ίδ., Ξεν. 2. φέρω, οδηγώ στη δημοσιότητα, σε Πλάτ. 3. παρακινώ, πείθω, σε Ηρόδ., Θουκ.· με απαρ., προάγω τινὰ κινδυνεύειν, σε Θουκ.· με πρόθ., προάγω θυμὸν ἐς ἀμπλακίην, σε Θέογν.· τινὰ εἰς φιλοποσίαν, εἰς μίσος, σε Ξεν.· ἐπ' ἀρετήν, στον ίδ.· ομοίως, στη Μέσ., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά, παρακινώ κάποιον να γελάσει, σε Ηρόδ.· εἰς ἀνάγκην, σε Δημ. 4. α) οδηγώ πάνω ή εμπρός, επεκτείνω, προάγω τὴν πόλιν, την οδηγώ σε μεγάλη δύναμη, σε Θουκ.· μέχρι πόρρω προήγαγον τὴν ἔχθραν, την οδήγησαν πολύ πιο πέρα, μακριά, σε Δημ.Παθ., προάγομαι, αυξάνομαι, στον ίδ. β) λέγεται για πρόσωπα, προάγω, προτιμώ ή προβιβάζω στην τιμή, σε Πλούτ. 5. Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, προῆκται παῖδας οὕτως ὥστε..., έχει αναθρέψει έτσι ώστε να..., σε Δημ.· αλλά, επίσης με Παθ. σημασία, τοῖς ἔθεσι προηγμένοι, σε Αριστ. II. αμτβ., οδηγώ εμπρός, προχωρώ, προπορεύομαι, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· ακολουθ. αιτ., προπορεύομαι κάποιου, σε Κ.Δ.
προᾰγωγεία, , το επάγγελμα του προαγωγού (προαγωγός), μαστροπεία, σε Ξεν., Αισχίν.
προᾰγωγεύω (προαγωγός), μέλ. -σω, 1. μαστροπεύω, σε Νόμ. παρ' Αισχίν. 2. μεταφ., προαγωγεύω ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς, σε Αριστοφ.
προᾰγωγή, (προάγω), προαγωγή, προώθηση, προεξοχή, υψηλή θέση, αξίωμα, σε Πολύβ.
προᾰγωγός, (προάγω), 1. αυτός που οδηγεί σε κάτι, μαστροπός, σωματέμπορος, προαγωγός, σε Αριστοφ., Αισχίν. 2. μεσολαβητής, σε Ξεν.
προ-ᾰγών, -ῶνος, , προκαταρκτικός αγώνας, προγύμναση, προετοιμασία, σε Αριστοφ., Πλάτ.· προετοιμασία για γιορτή, σε Αισχίν.
προ-ᾰγωνίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παρακ. -ηγώνισμαι, I. αποθ., μάχομαι εκ των προτέρων, από πριν, ἐξ ὧν προηγώνισθε = ἐξ ἀγώνων οἷς προηγώνισθε, από τους αγώνες που έχεις κάνει από πριν, σε Θουκ.· παρακ. επίσης με Παθ. σημασία, οἱ προηγωνισμένοι ἀγῶνες, σε Πλούτ. II. μάχομαι για ή υπέρ κάποιου άλλου, στον ίδ.
προᾰγωνιστέον, ρημ. επίθ. του προαγωνίζομαι, σε Πλάτ.
προᾰγωνιστής, -οῦ, , αυτός που μάχεται για κάποιον άλλο, πρόμαχος, σε Πλούτ.
προ-ᾰδικέω, μέλ. -ήσω, είμαι πρώτος στην αδικία — Παθ., αδικούμαι από πριν ή πρώτος, σε Δημ., Αισχίν.
προ-ᾴδω, μέλ. -άσομαι τραγουδώ από πριν, προαγγέλλω, σε Αισχίν.
προ-αιδέομαι, Ιων. -εῦμαι· Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. -ῃδέατο· αποθ., οφείλω σε κάποιον εξαιρετικό σεβασμό, έχω υποχρέωση σε κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ.
προαίρεσις, -εως, (προαιρέομαι), 1. εκλογή ενός πράγματος πριν από κάποιο άλλο, πράξη ώριμης επιλογής, απόφαση, προτίμηση, σε Πλάτ. κ.λπ.· κατὰ προαίρεσιν, με τη θέληση, εκούσια, σε Αριστ. 2. σκοπός, σχέδιο ή περιθώριο δράσης, τρόπος ζωής, βιοθεωρία, αρχή δράσης, σε Δημ. 3. στην πολιτική γλώσσα, επιτηδευμένος τρόπος πολιτικής δράσης, πολιτική, τακτική, στον ίδ.· επίσης, τρόπος διακυβέρνησης, όπως η ολιγαρχία, στον ίδ.· στον πληθ., τὰς κοινὰς προαιρέσεις, δημόσιες αρχές, γενικά, πολιτική, στον ίδ. 4. τομέας διακυβέρνησης, στον ίδ. 5. πολιτική μερίδα, παράταξη, στον ίδ.
προαιρετέον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να διαλεχθεί, να προτιμηθεί, σε Πλάτ.