Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προφερής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προφερής, -ές (προφέρωI. ποιητ. επίθ., αυτός που προέχει, που υπερέχει, υπέρμετρος, έξοχος, με γεν., σε Ησίοδ.· συγκρ., υπέρτερος, ανυπέρβλητος, τῶν ἄλλων προφερέστερος, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., (ἡμίονοι) βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι, είναι καλύτεροι από τα βόδια στην έλξη, στο τράβηγμα, σε Ομήρ. Ιλ.· υπερθ. προφερέστατος, στο ίδ., Ησίοδ.· επίσης συγκρ. και υπερθ. προφέρτερος, προφέρτατος, σε Σοφ. II. αυτός που δείχνει μεγαλύτερος από όσο είναι, καλοαναθρεμμένος, σε Πλάτ., Αισχίν.