Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προφασίζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προφᾰσίζομαι, παρατ. προὐφασιζόμην, μέλ. Αττ. προφασιοῦμαι, αόρ. αʹ προὐφασισάμην· I. αποθ., προβάλλω ως πρόφαση ή δικαιολογία, προφασίζομαι μέσω δικαιολογίας, δικαιολογούμαι, με αιτ., σε Θέογν., Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., προφασίζομαι ότι..., σε Δημ.· απόλ., βρίσκω δικαιολογίες, προφάσεις, σε Θουκ.· αόρ. αʹ προφασισθῆναι, με Παθ. σημασία, χρησιμοποιούμαι ως πρόφαση, στον ίδ. II. αναφέρω (ως κατηγορία) ότι δήθεν..., σε Πλάτ.