Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προφήτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προφήτης, Δωρ. προφάτης[ᾱ], (πρόφημι), I. 1. αυτός που κηρύσσει αντί του θεού και ερμηνεύει το θέλημά του στον άνθρωπο, προφήτης, μάντης, ερμηνευτής· ομοίως, ο Τειρεσίας είναι προφήτης Διός, ερμηνευτής του Δία, σε Πίνδ.· λέγεται και για τον Απόλλωνα, Διὸς προφήτης ἐστὶ Λοξίας πατρός, σε Αισχύλ.· η Πυθία μετέπειτα προφῆτις του Απόλλωνα, σε Ηρόδ.· ομοίως, οι ποιητές καλούνται οἱ τῶν Μουσῶν προφῆται, ερμηνευτές των Μουσών, σε Πλάτ. 2. γενικά, ερμηνευτής, κήρυκας, ἐγὼ πρ. σοι λόγων γενήσομαι, σε Ευρ.· ομοίως, ο κρατήρας της σπονδής λέγεται κώμου προφάτης, σε Πίνδ. II. σε Κ.Δ.: 1. αυτός που κατέχει το χάρισμα της προφητείας (προφητεία), θεόπνευστος ιεροκήρυκας και δάσκαλος· 2. αυτός που αποκαλύπτει και ερμηνεύει τη βούληση του Θεού για το μέλλον, προφήτης (με τη νέα σημασία της λέξης), προφήτης μελλοντικών γεγονότων.