Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προτρέπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-τρέπω, μέλ. —τρέψω, I. παρακινώ, παρορμώ — Μέσ., τρέπομαι σε άτακτη φυγή (πρβλ. προτροπάδην), προτρέποντο μελαινάων ἐπὶ νηῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον ήλιο, ὅτ' ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ' οὐρανόθεν προτράπηται, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., ἀρχέϊ προτραπέσθαι, τρέπομαι σε θλίψη, σε Ομήρ. Ιλ. II. προτρέπω, ωθώ, πείθω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Αττ.· προτρ. τινὰ εἰς ή ἐπὶ φιλοσοφίαν, σε Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., με αιτ. προσ. και απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ κατὰ τὸν Τέλλον προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον, ο Σόλων διέγειρε την περιέργεια του Κροίσου για τον Τέλλο, σε Ηρόδ.· προτρέψομαι, θα σε παρακινήσω ή θα σε ενθαρρύνω, σε Σοφ.Παθ., πείθομαι, παρακινούμαι, σε Ξεν.